ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΟΜΑΔΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ?

«Χωρίς περίσκεψην, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα και υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδω
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη
Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Ά όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότο κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’έκλεισαν απο τον κόσμον έξω»

«Τείχη» Κ.Π Καβάφης

Σε ποιους να αναφέρεται άραγε ο ποιητής? Ποιοι είναι αυτοί που τον έκλεισαν απέξω από τον κόσμο? Και γιατί δεν άκουσε τον κρότο κτιστών? Και το χειρότερο, όποιοι και αν είναι οι άνθρωποι αυτοί του συμπεριφέρθηκαν χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς καμιά ντροπή, σχεδόν σαν να ήθελαν να τον εκδικηθούν για κάποιο ανομολόγητο κακό που έκανε ή απλά να τον βασανίσουν χωρίς λόγο. Για ποιο λόγο να θέλουν τόσο πολύ το κακό του?

Το ποίημα αυτό, ένα από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα του Καβάφη, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη σύγχυση, την απελπισία, το αίσθημα αποξένωσης ενός ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό, ένα αίσθημα που σιγά σιγά διαχέεται και σε ότι τον περιβάλλει. Ανήμπορος να καταλάβει ότι όλα αυτά τα συναισθήματα είναι δικά του, εκείνος ύψωσε αυτά τα τείχη, εκείνος έπαψε σιγά σιγά να να επικοινωνεί με τον εαυτό του και με τους άλλους, αρχίζει να βλέπει απειλητικές σκιές και φανταστικούς εχθρούς. Όσο πιο πολύ απομονώνεται για να προστατευθεί από τις σκιές αυτές, τόσο εκείνες γίνονται όλο και πιο απειλητικές.

Μέσα στη μεγάλη απελπισία του ίσως σκεφτεί να επισκεφτεί έναν ψυχολόγο, θέλει να απαλλαγεί απο τις φοβίες του, απο την κατάθλιψη που τον έχει καταβάλλει. Ο ψυχολόγος τότε θα προτείνει την ομαδική θεραπεία ως τη καλύτερη θεραπεία για τα προβλήματά του και εκείνος θα αρνηθεί σθεναρά «Εγώ δεν μπαίνω σε ομάδα, δεν μπορώ να μιλήσω μπροστά σε άλλους ανθρώπους για τα προβλήματά μου και μάλιστα σε αγνώστους. Και άλλωστε σε τι θα με βοηθήσει το να ακούω τα προβλήματα των άλλων?Σίγουρα θα με κάνει χειρότερα. Όχι, δεν θέλω ομαδική θεραπεία,άλλωστε μπορεί αυτά που θα πω να γίνουν αντικείμενο κουτσομπολιού. Και στο κάτω κάτω της γραφής, εμένα τα προβλήματά μου δεν είναι τόσο μεγάλα όσο θα είναι σίγουρα των άλλων, εγώ έχω μερικά θεματάκια που είμαι σίγουρος ότι θα λυθούν πολύ σύντομα, απλά περνάω μια δύσκολη περίοδο. Δεν έχω δουλειά, ή δεν τα πηγαίνω πολύ καλά στη δουλειά μου, ή δεν είμαι ευχαριστημένος με τη δουλειά μου.Έχω μερικούς φίλους αλλά δεν μιλάμε πολύ συχνά, άλλωστε και όταν βρισκόμαστε δεν έχουμε και πολλά να πούμε. Επίσης, δεν έχω κάποια σχέση αυτή την περίοδο, έχω κάνει μερικές σχέσεις που έχουν κρατήσει μερικούς μήνες αλλά δεν μπορώ να βρω αυτό που θέλω, οι άλλοι με εκμεταλλεύονται ή απλά εγώ δεν μπορώ να κρατήσω το ενδιαφέρον μου για κάποιον άνθρωπο για πολύ καιρό, βαριέμαι εύκολα.»

Αυτά και πολλά άλλα είναι μερικές σκέψεις που ακούγονται απόλυτα λογικές, ωστόσο δεν είναι τίποτα παραπάνω από άμυνες, όπως συνηθίζουμε να τις αποκαλούμε στην ψυχοθεραπεία. Έχουν χτιστεί με τα χρόνια στη απελπισμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν μπορεί να προχωρήσει στη ζωή του, όπως ακριβώς αναρωτιέται και ο ποιητής «Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον». Που βρίσκεται λοιπόν το εμπόδιο? Τις απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έχει να δώσει η ομαδική ψυχοθεραπεία, εφόσον είναι αποφασισμένος κανείς να ψάξει για τις απαντήσεις μέσα του, με τη βοήθεια άλλων ανθρώπων.

Η πρόοδος ίσως να φαίνεται αργή αλλά σιγά σιγά ο θεραπευόμενος βγαίνει από τη μοναξιά του, διαπιστώνει ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι γύρω του με παρόμοια αλλά και διαφορετικά προβλήματα και ανησυχίες, οι οποίοι ωστόσο μπορούν να τον ακούσουν και να του προσφέρουν ενίοτε κάποια λύση και συμπαράσταση. Εξίσου σημαντικό είναι να διαπιστώσει ότι κι εκείνος έχει να προσφέρει την πολύτιμη εμπειρία του στους άλλους και να αισθανθεί χρήσιμος.

Αρχίζει να ξαναβρίσκει νόημα η ζωή του, καθώς συνδεόμενος σιγά σιγά με άλλους ανθρώπους αρχίζει να ξαναβρίσκει τον εαυτό του, χαμένα συναισθήματα και σκέψεις που έχουν καταχωνιαστεί σε κάποιο σεντούκι του μυαλού βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια. Ίσως τελικά αυτοί οι άλλοι να μην είναι τόσο κακοί τελικά και ίσως αυτά τα τείχη να αρχίζουν σιγά σιγά να πέφτουν από μόνα τους.